-
1 карманный
карманный της τσέπης \карманный словарь το λεξικό της τσέπης \карманныйые часы το ρολόι της τσέ πης* * *карма́нный слова́рь — το λεξικό της τσέπης
карма́нные часы́ — το ρολόι της τσέπης
-
2 карманный
επ.της τσέπης•-ые часы ωρολόγι της τσέπης•
карманный словарь λεξικό της τσέπης•
-ая книжка βιβλίο της τσέπης, εγκόλπιο.
εκφρ.карманный вор – πορτοφολάς•- ые деньги – χαρτζιλίκι•- ые расходы – τα μικροέξοδα. -
3 часы
часы мн. το ρολόι; карманные \часы το ρολόι της τσέπης; \часы спешат (отстают) το ρολόι πηγαίνει μπροστά (πίσω)* * *мн.το ρολόιкарма́нные часы́ — το ρολόι της τσέπης
часы́ спеша́т (отстаю́т) — το ρολόι πηγαίνει μπροστά (πίσω)
-
4 карманный
карман||ныйприл τής τσέπης:\карманныйные расходы τό μικροέξοδα· \карманныйные деньги τό χαρτζιλίκι· \карманныйный вор см. карманник. -
5 справочник
справочн||икм ὁ ὁδηγός:карманный \справочник ὀδηγός τής τσέπης· железнодорожный \справочник τό σιδηροδρομικά δρομολόγιο· телефонный \справочник ὁ τηλεφωνικός κατάλογος. -
6 фонарик
фонар||икм τό φαναράκι, ὁ φακός:карманный \фонарик φαναράκι τής τσέπης· китайский \фонарик τό χάρτινο φαναράκι. -
7 часы
часымн. τό ρολό(γ)ι, τό ὠρολόγι[ον]:ручные \часы τό ρολόϊ τοῦ χεριοῦ· карманные \часы τό ρολόϊ τής τσέπης· стенные \часы τό ὠρολόγι τοῦ τοίχου· настольные \часы τό ἐπιτραπέζιο[ν] ὠρολόγι[ον]· \часы с боем τό ὠρολόγι[ον] μέ καμπάνα· песочные \часы ἡ κλεψύδρα, τό ἀμμωτό[ν], τό ἀμμόμε-τρο[ν]· солнечные \часы τό ἡλιακόν ὠρολό-γιον электрические \часы τό ἡλεκτρικά ὠρολόγι· заводить \часы κουρντίζω τό ὠρο-λόγι· \часы спешат τό ὠρολόγι πηγαίνει μπροστά· \часы отстают τό ὠρολόγι πηγαίνει πίσω· \часы идут точно τό ὠρολόγι πάει καλά· ◊ как \часыы (работать) μέ ἀκρίβεια δευτερολέπτου. -
8 луковица
-ы θ.1. θύσανος (στην κορυφή στελέχους μερικών φυτών).2. βολβός κρεμμυδιού.3. εξόγκωμα, οίδημα.4. κυκλικός θόλος εκκλησίας.5. παλαιό ωρολόγι της τσέπης εξογκωμένο. -
9 луковка
-и θ.1. μικρός θύσανος.2. μικρό κρεμμύδι.3. παλ. μικρό ωρολόγι της τσέπης.4. μικρός θόλος. -
10 словарик
-а α.μικρό λεξικό•карманый словарик λεξικό της τσέπης.
-
11 справочник
-а α.οδηγός (βιβλίο)• κατάλογος• βοήθημα•карманный справочник οδηγός της τσέπης•
телефонный справочник τηλεφωνικός κατάλογος•
по математике βοήθημα για τα μαθηματικά•
кулинарии οδηγάς μαγειρικής•
технический-τεχνικός οδηγός.
-
12 часы
-ов πλθ. ωρολόγι•золотые часы χρυσό ωρολόγι•
карманные часы ωρολόγι της τσέπης•
ручные часы ωρολόγι του χεριού•
стенные часы ωρολόγι του τοίχου•
производство -ов παραγωγή ωρολογιών.
εκφρ.как часы – σαν το ωρολόγι (ακρίβεια, ακριβώς• κανονικότατα). -
13 дозиметр
το δοσίμετρο, ο ανιχνευτής της ακτινοβολίας. - альфа-излучения - της ακτινοβολίας α(άλφα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дозиметр
См. также в других словарях:
βαλάντιο — I Σακουλάκι από ύφασμα, δέρμα ή άλλο υλικό, που το χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα για τη φύλαξη χρημάτων. Επειδή τα αρχαία β. κατασκευάζονταν από υλικά που φθείρονταν εύκολα, δεν έχουν διασωθεί παρά ελάχιστα. Έχουμε όμως μια πλήρη εικόνα… … Dictionary of Greek
κλεφτοφάναρο — το 1. μικρός φορητός φανός που χρησιμοποιείται συνήθως από κλέφτες 2. κάθε μικρός ηλεκτρικός φανός τής τσέπης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + φάναρο (< φανάρι), πρβλ. λαδο φάναρο, νυχτο φάναρο] … Dictionary of Greek
σουγιάς — ο (λ. τουρκ.), μαχαιράκι της τσέπης: Πήρε μαζί του κι ένα σουγιά, για να καθαρίσει τα φρούτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
επικοινωνία, μαζική — Όρος που προέρχεται από την αμερικανική έκφραση mass communication και υποδηλώνει τη χρήση των μέσων αναμετάδοσης και διάδοσης που διαθέτει η σύγχρονη τεχνολογία για την παροχή ειδήσεων και πληροφοριών κάθε είδους σε διαρκώς ευρύτερο κοινό.… … Dictionary of Greek
Κοκτό, Ζαν — (Jean Cocteau, Μεζόν, Λαφίτ 1889 – Μιλί λα Φορέ, Παρίσι 1963). Γάλλος ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης του κινηματογράφου, σεναριογράφος και σκιτσογράφος. Υπήρξε πρωτοπόρος του κινήματος του υπερρεαλισμού, χαρακτηριστικός εκπρόσωπος μιας … Dictionary of Greek
εγκόλπιο — το 1. κόσμημα ή φυλαχτό, που κρέμεται από το λαιμό μας, χαϊμαλί, γκόλφι. 2. μικρό βιβλίο περιληπτικό, εκλαϊκευτικό, που περιέχει τα κύρια στοιχεία επιστήμης, τέχνης κτλ., βιβλίο τσέπης: Εγκόλπιο εφέδρου αξιωματικού. 3. (εκκλησ.), ασημένια εικόνα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)